φιλοφρόνηση


φιλοφρόνηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kompliment

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλοφρόνηση οι φιλοφρονήσεις
γενική της φιλοφρόνησης / φιλοφρονήσεως των φιλοφρονήσεων
αιτιατική τη φιλοφρόνηση τις φιλοφρονήσεις
κλητική φιλοφρόνηση φιλοφρονήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *