φρυγανιά


φρυγανιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fetë buke e thekur

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φρυγανιά οι φρυγανιές
γενική της φρυγανιάς των φρυγανιών
αιτιατική τη φρυγανιά τις φρυγανιές
κλητική φρυγανιά φρυγανιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *