ωκεανός


ωκεανός

oqean
(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

ενικος πληθυντικός
Ονομαστική ο ωκεανός οι ωκεανοί
Γενική του ωκεανού των ωκεανών
Αιτιατική τον ωκεανό τους ωκεανούς
Κλητική ωκεανέ ωκεανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *