( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
faturë
evidencë
dëshmi
fakt
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η απόδειξη | οι αποδείξεις |
γενική | της απόδειξης / αποδείξεως | των αποδείξεων |
αιτιατική | την απόδειξη | τις αποδείξεις |
κλητική | απόδειξη | αποδείξεις |
[cite]