άθλιος


άθλιος

i mjerë

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο άθλιος οι άθλιοι
Γενική του άθλιου των άθλιων
Αιτιατική τον άθλιο τους άθλιους
Κλητική άθλιε άθλιοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *