άμυνα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άμυνα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άμυνα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mbrojtje ενικός πληθυντικός ονομαστική η άμυνα οι άμυνες γενική της άμυνας των αμυνών αιτιατική την άμυνα τις άμυνες κλητική άμυνα άμυνες [cite]