άσκηση


άσκηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ushtrim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άσκηση οι ασκήσεις
γενική της άσκησης / ασκήσεως των ασκήσεων
αιτιατική την άσκηση τις ασκήσεις
κλητική άσκηση ασκήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *