άσκηση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άσκηση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άσκηση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) ushtrim ενικός πληθυντικός ονομαστική η άσκηση οι ασκήσεις γενική της άσκησης / ασκήσεως των ασκήσεων αιτιατική την άσκηση τις ασκήσεις κλητική άσκηση ασκήσεις [cite]