(επίθετο – mbiemër)
i ndryshueshëm
i paqëndrueshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | άστατος | άστατη | άστατο |
γενική | άστατου | άστατης | άστατου |
αιτιατική | άστατο | άστατη | άστατο |
κλητική | άστατε | άστατη | άστατο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | άστατοι | άστατες | άστατα |
γενική | άστατων | άστατων | άστατων |
αιτιατική | άστατους | άστατες | άστατα |
κλητική | άστατοι | άστατες | άστατα |
[cite]