άτλας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άτλας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άτλας.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) atlas ενικός πληθυντικός ονομαστική ο άτλαντας / άτλας οι άτλαντες γενική του άτλα / άτλαντα των ατλάντων αιτιατική τον άτλα / άτλαντα τους άτλαντες κλητική άτλα / άτλαντα άτλαντες [cite]