άτομο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άτομο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άτομο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) person ενικός πληθυντικός ονομαστική το άτομο τα άτομα γενική του ατόμου των ατόμων αιτιατική το άτομο τα άτομα κλητική άτομο άτομα [cite]