αβγοθήκη


αβγοθήκη

kufetë vezësh

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)

πτώση ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η αβγοθήκη οι αβγοθήκες
Γενική της αβγοθήκης των αβγοθηκών
Αιτιατική την αβγοθήκη τις αβγοθήκες
Κλητική αβγοθήκη αβγοθήκες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *