αγάπη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αγάπηhttps://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αγάπη.mp3 dashuri (θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική η αγάπη οι αγάπες Γενική της αγάπης των αγαπών Αιτιατική την αγάπη τις αγάπες Κλητική αγάπη αγάπες [cite]