αιωνιότητα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αιωνιότητα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αιωνιότητα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) përjetësi ενικός πληθυντικός ονομαστική η αιωνιότητα οι αιωνιότητες γενική της αιωνιότητας των αιωνιοτήτων αιτιατική την αιωνιότητα τις αιωνιότητες κλητική αιωνιότητα αιωνιότητες [cite]