( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
rrëmujë
çrregullim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η ακαταστασία | οι ακαταστασίες |
γενική | της ακαταστασίας | των ακαταστασιών |
αιτιατική | την ακαταστασία | τις ακαταστασίες |
κλητική | ακαταστασία | ακαταστασίες |
[cite]