ακοή


ακοή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

dëgjim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακοή οι ακοές
γενική της ακοής των ακοών
αιτιατική την ακοή τις ακοές
κλητική ακοή ακοές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *