ακοή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ακοή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ακοή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) dëgjim ενικός πληθυντικός ονομαστική η ακοή οι ακοές γενική της ακοής των ακοών αιτιατική την ακοή τις ακοές κλητική ακοή ακοές [cite]