ακόλουθος


ακόλουθος

(επίθετο – mbiemër)

pasues

ενικός
ονομαστική ακόλουθος ακόλουθη ακόλουθο
γενική ακόλουθου ακόλουθης ακόλουθου
αιτιατική ακόλουθο ακόλουθη ακόλουθο
κλητική ακόλουθε ακόλουθη ακόλουθο
πληθυντικός
ονομαστική ακόλουθοι ακόλουθες ακόλουθα
γενική ακόλουθων ακόλουθων ακόλουθων
αιτιατική ακόλουθους ακόλουθες ακόλουθα
κλητική ακόλουθοι ακόλουθες ακόλουθα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *