( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
korrespondencë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αλληλογραφία | οι αλληλογραφίες |
γενική | της αλληλογραφίας | των αλληλογραφιών |
αιτιατική | την αλληλογραφία | τις αλληλογραφίες |
κλητική | αλληλογραφία | αλληλογραφίες |
[cite]