αμύγδαλο


αμύγδαλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

bajame

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αμύγδαλο τα αμύγδαλα
γενική του αμυγδάλου / αμύγδαλου των αμυγδάλων / αμύγδαλων
αιτιατική το αμύγδαλο τα αμύγδαλα
κλητική αμύγδαλο αμύγδαλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *