ανάθεση


ανάθεση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

detyrë
ngarkim
funksion

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάθεση οι αναθέσεις
γενική της ανάθεσης / αναθέσεως των αναθέσεων
αιτιατική την ανάθεση τις αναθέσεις
κλητική ανάθεση αναθέσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *