ανάσα


ανάσα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

frymëmarrje
frymë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάσα οι ανάσες
γενική της ανάσας
αιτιατική την ανάσα τις ανάσες
κλητική ανάσα ανάσες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *