ανάσα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάσα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάσα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) frymëmarrje frymë ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάσα οι ανάσες γενική της ανάσας – αιτιατική την ανάσα τις ανάσες κλητική ανάσα ανάσες [cite]