( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
domosdoshmëri
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αναγκαιότητα | οι αναγκαιότητες |
γενική | της αναγκαιότητας | των αναγκαιοτήτων |
αιτιατική | την αναγκαιότητα | τις αναγκαιότητες |
κλητική | αναγκαιότητα | αναγκαιότητες |
[cite]