αναγνώστης


αναγνώστης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

lexues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αναγνώστης οι αναγνώστες
γενική του αναγνώστη των αναγνωστών
αιτιατική τον αναγνώστη τους αναγνώστες
κλητική αναγνώστη αναγνώστες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *