αναπληρωτής Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναπληρωτής https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναπληρωτής.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) zëvendës ενικός πληθυντικός ονομαστική ο αναπληρωτής οι αναπληρωτές γενική του αναπληρωτή των αναπληρωτών αιτιατική τον αναπληρωτή τους αναπληρωτές κλητική αναπληρωτή αναπληρωτές [cite]