(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
ashensor
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο ανελκυστήρας | οι ανελκυστήρες |
γενική | του ανελκυστήρα | των ανελκυστήρων |
αιτιατική | τον ανελκυστήρα | τους ανελκυστήρες |
κλητική | ανελκυστήρα | ανελκυστήρες |
[cite]