ανεργία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανεργία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανεργία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) papunësi ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανεργία οι ανεργίες γενική της ανεργίας – αιτιατική την ανεργία τις ανεργίες κλητική ανεργία ανεργίες [cite]