ανησυχία


ανησυχία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shqetësim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανησυχία οι ανησυχίες
γενική της ανησυχίας των ανησυχιών
αιτιατική την ανησυχία τις ανησυχίες
κλητική ανησυχία ανησυχίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *