ανθρακωρύχος


ανθρακωρύχος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

minator

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανθρακωρύχος οι ανθρακωρύχοι
γενική του ανθρακωρύχου των ανθρακωρύχων
αιτιατική τον ανθρακωρύχο τους ανθρακωρύχους
κλητική ανθρακωρύχε ανθρακωρύχοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *