ανορεξία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανορεξία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανορεξία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) anoreksi mungesa e oreksit ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανορεξία οι ανορεξίες γενική της ανορεξίας των ανορεξιών αιτιατική την ανορεξία τις ανορεξίες κλητική ανορεξία ανορεξίες [cite]