( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
kopje
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αντίγραφο | τα αντίγραφα |
γενική | του αντιγράφου / αντίγραφου | των αντιγράφων / αντίγραφων |
αιτιατική | το αντίγραφο | τα αντίγραφα |
κλητική | αντίγραφο | αντίγραφα |
[cite]