( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
e kundërta
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αντίθετο | τα αντίθετα |
γενική | του αντιθέτου / αντίθετου | των αντιθέτων / αντίθετων |
αιτιατική | το αντίθετο | τα αντίθετα |
κλητική | αντίθετο | αντίθετα |
[cite]