αντίδραση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αντίδραση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αντίδραση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) reagim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αντίδραση οι αντιδράσεις γενική της αντίδρασης / αντιδράσεως των αντιδράσεων αιτιατική την αντίδραση τις αντιδράσεις κλητική αντίδραση αντιδράσεις [cite]