αντίδραση


αντίδραση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

reagim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντίδραση οι αντιδράσεις
γενική της αντίδρασης / αντιδράσεως των αντιδράσεων
αιτιατική την αντίδραση τις αντιδράσεις
κλητική αντίδραση αντιδράσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *