αντίσωμα


αντίσωμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kundërtrup

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντίσωμα τα αντισώματα
γενική του αντισώματος των αντισωμάτων
αιτιατική το αντίσωμα τα αντισώματα
κλητική αντίσωμα αντισώματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *