αντίχειρας


αντίχειρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

gisht i madh
pulqer

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αντίχειρας οι αντίχειρες
γενική του αντίχειρα των αντιχείρων
αιτιατική τον αντίχειρα τους αντίχειρες
κλητική αντίχειρα αντίχειρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *