(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
konkurrent
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο ανταγωνιστής | οι ανταγωνιστές |
γενική | του ανταγωνιστή | των ανταγωνιστών |
αιτιατική | τον ανταγωνιστή | τους ανταγωνιστές |
κλητική | ανταγωνιστή | ανταγωνιστές |
[cite]