αντηλιακό Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αντηλιακό https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αντηλιακό.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) krem për diellin ενικός πληθυντικός ονομαστική το αντηλιακό τα αντηλιακά γενική του αντηλιακού των αντηλιακών αιτιατική το αντηλιακό τα αντηλιακά κλητική αντηλιακό αντηλιακά [cite]