αντικαταθλιπτικό


αντικαταθλιπτικό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

antidepresant

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντικαταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά
γενική του αντικαταθλιπτικού των αντικαταθλιπτικών
αιτιατική των αντικαταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά
κλητική αντικαταθλιπτικό αντικαταθλιπτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *