ανύπαντρος


ανύπαντρος

(επίθετο – mbiemër)

i pamartuar

ενικός
ονομαστική ανύπαντρος ανύπαντρη ανύπαντρο
γενική ανύπαντρου ανύπαντρης ανύπαντρου
αιτιατική ανύπαντρο ανύπαντρη ανύπαντρο
κλητική ανύπαντρε ανύπαντρη ανύπαντρο
πληθυντικός
ονομαστική ανύπαντροι ανύπαντρες ανύπαντρα
γενική ανύπαντρων ανύπαντρων ανύπαντρων
αιτιατική ανύπαντρους ανύπαντρες ανύπαντρα
κλητική ανύπαντροι ανύπαντρες ανύπαντρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *