ανώμαλος


ανώμαλος

(επίθετο – mbiemër)

anormal
jonormal
i parregullt
pervers

ενικός
ονομαστική ανώμαλος ανώμαλη ανώμαλο
γενική ανώμαλου ανώμαλης ανώμαλου
αιτιατική ανώμαλο ανώμαλη ανώμαλο
κλητική ανώμαλε ανώμαλη ανώμαλο
πληθυντικός
ονομαστική ανώμαλοι ανώμαλες ανώμαλα
γενική ανώμαλων ανώμαλων ανώμαλων
αιτιατική ανώμαλους ανώμαλες ανώμαλα
κλητική ανώμαλοι ανώμαλες ανώμαλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *