(επίθετο – mbiemër)
i paharrueshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αξέχαστος | αξέχαστη | αξέχαστο |
γενική | αξέχαστου | αξέχαστης | αξέχαστου |
αιτιατική | αξέχαστο | αξέχαστη | αξέχαστο |
κλητική | αξέχαστε | αξέχαστη | αξέχαστο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αξέχαστοι | αξέχαστες | αξέχαστα |
γενική | αξέχαστων | αξέχαστων | αξέχαστων |
αιτιατική | αξέχαστους | αξέχαστες | αξέχαστα |
κλητική | αξέχαστοι | αξέχαστες | αξέχαστα |
[cite]