(επίθετο – mbiemër)
i parruajtur
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αξύριστος | αξύριστη | αξύριστο |
γενική | αξύριστου | αξύριστης | αξύριστου |
αιτιατική | αξύριστο | αξύριστη | αξύριστο |
κλητική | αξύριστε | αξύριστη | αξύριστο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αξύριστοι | αξύριστες | αξύριστα |
γενική | αξύριστων | αξύριστων | αξύριστων |
αιτιατική | αξύριστους | αξύριστες | αξύριστα |
κλητική | αξύριστοι | αξύριστες | αξύριστα |
[cite]