γάντι


γάντι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

dorezë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γάντι τα γάντια
γενική του γαντιού των γαντιών
αιτιατική το γάντι τα γάντια
κλητική γάντι γάντια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *