απαραίτητος


απαραίτητος

(επίθετο – mbiemër)

i domosdoshëm

ενικός
ονομαστική απαραίτητος απαραίτητη απαραίτητο
γενική απαραίτητου απαραίτητης απαραίτητου
αιτιατική απαραίτητο απαραίτητη απαραίτητο
κλητική απαραίτητε απαραίτητη απαραίτητο
πληθυντικός
ονομαστική απαραίτητοι απαραίτητες απαραίτητα
γενική απαραίτητων απαραίτητων απαραίτητων
αιτιατική απαραίτητους απαραίτητες απαραίτητα
κλητική απαραίτητοι απαραίτητες απαραίτητα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *