απασχολημένος


απασχολημένος

(μετοχή-pjesore)

i zënë

ενικός
ονομαστική απασχολημένος απασχολημένη απασχολημένο
γενική απασχολημένου απασχολημένης απασχολημένου
αιτιατική απασχολημένο απασχολημένη απασχολημένο
κλητική απασχολημένε απασχολημένη απασχολημένο
πληθυντικός
ονομαστική απασχολημένοι απασχολημένες απασχολημένα
γενική απασχολημένων απασχολημένων απασχολημένων
αιτιατική απασχολημένους απασχολημένες απασχολημένα
κλητική απασχολημένοι απασχολημένες απασχολημένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *