απειλή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απειλή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απειλή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) kërcënim ενικός πληθυντικός ονομαστική η απειλή οι απειλές γενική της απειλής των απειλών αιτιατική την απειλή τις απειλές κλητική απειλή απειλές [cite]