(μετοχή-pjesore)
i zhgënjyer
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απογοητευμένος | απογοητευμένη | απογοητευμένο |
γενική | απογοητευμένου | απογοητευμένης | απογοητευμένου |
αιτιατική | απογοητευμένο | απογοητευμένη | απογοητευμένο |
κλητική | απογοητευμένε | απογοητευμένη | απογοητευμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απογοητευμένοι | απογοητευμένες | απογοητευμένα |
γενική | απογοητευμένων | απογοητευμένων | απογοητευμένων |
αιτιατική | απογοητευμένους | απογοητευμένες | απογοητευμένα |
κλητική | απογοητευμένοι | απογοητευμένες | απογοητευμένα |
[cite]