απομίμηση


απομίμηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

imitim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απομίμηση οι απομιμήσεις
γενική της απομιμήσεως / απομίμησης των απομιμήσεων
αιτιατική την απομίμηση τις απομιμήσεις
κλητική απομίμηση απομιμήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *