απομίμηση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απομίμηση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απομίμηση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) imitim ενικός πληθυντικός ονομαστική η απομίμηση οι απομιμήσεις γενική της απομιμήσεως / απομίμησης των απομιμήσεων αιτιατική την απομίμηση τις απομιμήσεις κλητική απομίμηση απομιμήσεις [cite]