απομονωμένος


απομονωμένος

(μετοχή-pjesore)

i izoluar

ενικός
ονομαστική απομονωμένος απομονωμένη απομονωμένες
γενική απομονωμένου απομονωμένης απομονωμένου
αιτιατική απομονωμένο απομονωμένη απομονωμένες
κλητική απομονωμένε απομονωμένη απομονωμένες
πληθυντικός
ονομαστική απομονωμένοι απομονωμένες απομονωμένα
γενική απομονωμένων απομονωμένων απομονωμένων
αιτιατική απομονωμένους απομονωμένες απομονωμένα
κλητική απομονωμένοι απομονωμένες απομονωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *