(επίθετο – mbiemër)
efektiv
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αποτελεσματικός | αποτελεσματική | αποτελεσματικό |
γενική | αποτελεσματικού | αποτελεσματικής | αποτελεσματικού |
αιτιατική | αποτελεσματικό | αποτελεσματική | αποτελεσματικό |
κλητική | αποτελεσματικέ | αποτελεσματική | αποτελεσματικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
γενική | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών |
αιτιατική | αποτελεσματικούς | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
κλητική | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
[cite]